- συννέφιασμα
- το появление облачности, туч
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συννέφιασμα — το, Ν [συννεφιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συννεφιάζω, νέφωση, κάλυψη τού ουρανού με σύννεφα 2. μτφ. σκυθρωπότητα, θλιμμένη έκφραση προσώπου … Dictionary of Greek
επίνεψις — ἐπίνεψις, ἡ (Α) [επινέφω] συννέφιασμα, συννεφιά … Dictionary of Greek
νέφωμα — το (Μ νέφωμα) [νεφούμαι] συννέφιασμα … Dictionary of Greek